- Κύδα
- Κύδᾱ , Κύδαςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Κύδαςmasc voc sg (doric aeolic)Κύδᾱ , Κύδαςmasc gen sg (doric aeolic)Κύδαςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύδα — κύ̱δᾱ , κῦδος glory neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύδας — Κύδᾱς , Κύδας masc acc pl (doric aeolic) Κύδᾱς , Κύδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδάλιμος — ἰδάλιμος, ον (Α) αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά λιμος, κυδά λιμος] … Dictionary of Greek
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek